ἔριθος — ἔρῑθος , ἔριθος day labourer masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλέριθος — ον, Α (ποιητ. τ.) αυτός που αγαπά την εριουργία. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ἔριθος (ἡ) «κλώστρια, υφάντρια» (πρβλ. συν έριθος)] … Dictionary of Greek
ANCILLA Honorum — Treb. Pollioni dictus est Antipater quidam, in Divo Claudio, c. 5. Nam Gallus Antipater, Ancilla honorum et Historicorum dehonestamentum, principium de Aureolo sic habuit, Venimus ad Imperatorem nominis sui. Ubi alii legunt, Ancillariorum et… … Hofmann J. Lexicon universale
ερίθακος — ἐρίθακος, ὁ (AM) Ι. ωδικό πτηνό που μαθαίνει να ψελλίζει λέξεις όπως ο παπαγάλος ονομάζεται και εριθεύς, ερίθυλος, φοινίκουρος (κν. πετρίτης) 2. παροιμ. «οὐ τρέφει μία λόχμη δύο ἐριθάκους» γι’ αυτούς που προσπαθούν να κερδίσουν από μικρά πράγματα … Dictionary of Greek
εριθάκη — ἐριθάκη, ἡ (Α) ουσία που παράγεται από τις μέλισσες για τη δική τους τροφή, διαφορετική από το μέλι. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται πιθ. με τον τ. έριθος*. Σημασιολογικά παρουσιάζει πρόβλημα, διότι δεν είναι σαφές αν σημαίνει μόνο την τροφή τών μελισσών … Dictionary of Greek
εριθακίς — ἐριθακίς, ἡ (Α) 1. εργάτρια, δουλεύτρα 2. υπηρέτρια, θεραπαινίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < έριθος + ακις] … Dictionary of Greek
εριθεύομαι — ἐριθεύομαι (Α) [έριθος] (αποθ. κυρίως το ενεργ. σπάνιο και μεταγενέστερο) 1. εργάζομαι με μισθό, υπηρετώ κάποιον με αμοιβή 2. με δόλια μέσα επιδιώκω δημόσια θέση, επιζητώντας την επιδοκιμασία τού όχλου («ὅτι ᾑροῦντο τοὺς ἐριθυομένους», Αριστοτ.)… … Dictionary of Greek
συνέριθος — ὁ, ἡ, Α 1. συνεργάτης, βοηθός στη δουλειά («Κύπρις συνέριθος ἀέθλων», Απολλ. Ρόδ.) 2. ως επίθ. αυτός που συντελεί σε κάτι, βοηθητικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἔριθος «ημερομίσθιος εργάτης, υπηρέτης»] … Dictionary of Greek
ՍԱՏԱՐ — (ի, աց.) NBH 2 0698 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 8c, 9c գ. ἑργάτης (յորմէ թ. ըրղաթ ). operarius. Գործօղ. գործոնեայ. գործաւոր. մշակ. *Ամենայն սատարք անօրենութեան խռովեցան. ՟Ա. Մակ. ՟Գ. 6: *Արժանի է սատարն կերակրոյ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ἐρίθοις — ἐρί̱θοις , ἔριθος day labourer masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)